Η Mathilde αφήνει το βλέμμα της να ανατρέξει πίσω στα χρόνια τα βιαστικά, μαζί με τις σκιές των σύννεφων, στις διάσημες πλαγιές του Ροδανού. Οι εναλλαγές φωτός αποκαλύπτουν πότε το ένα cru, πότε το άλλο. «La Mordorée» αναφωνεί και το βλέμμα της σταματά. Τα μαλλιά της τα φυσά ο αέρας της ιστορίας, μαζί και τα συναισθήματα. Ποιος καλλιεργεί τελικά αυτή τη γη που φέρει τέτοιο βαρύ όνομα; Ο άνθρωπος; Ποιας γενιάς; H Mathilde χαμογελά αινιγματικά. Όγδοη γενιά στο τιμόνι πλέον, το ταξίδι μακρύ. Ο ποταμός σιωπηλός, κρύβει τα μυστικά που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ο ποταμός ξέρει.
Σαν γράμμα από το παρελθόν ή δώρο του χρόνου / φωτογραφία: winetaster.gr
Σημείο αναφοράς
Είναι τα κρασιά του παραγωγού και τα κρασιά του τόπου. Τόπος όπου δεν φωλιάζει απλώς ο ίδιος ο χρόνος, με όλη του τη σκληρότητα, μα και η ίδια η ιστορία με όλο της το βάρος. Κρασιά «χωρίς παραγωγό», τόσο αυτονομημένα υπαρξιακά, πολιτισμικά σύμβολα. Η Mathilde Chapoutier θα συμφωνούσε εμφατικά. Η μακρά πορεία αυτών των κρασιών, τα έχει απαλλάξει από το άγχος της επιβεβαίωσης, το κύρος δεν τα απασχολεί. Θα ήταν άδικο όμως να συνδεθεί αυτή η επιτυχία με ελιτίστικη εκφορά. Όχι στο κρασί. Το πολιτισμικό βάθος δεν συνδέεται με κανενός είδους διακρίσεις. Αντιθέτως, αφορά πρότυπα καταγεγραμμένης αξίας που διέπουν την πρόοδο της ανθρωπότητας φωτίζοντας τα επιτεύγματά της. Το Mordorée είναι τέτοιο.
Μέσα από τέτοια διεθνή κρασιά, μπορούμε να προσεγγίσουμε και την αλήθεια της ελληνικής προόδου. Μια μέριμνα που αποτέλεσε για το winetaster θεμέλιο λίθο της υπόστασής του. Μέσα από εμβληματικές μορφές του παγκόσμιου κρασιού, ψυχαναλύεται και το ελληνικό. Όχι μέσω ατυχών συγκρίσεων -μιας και μια τέτοια τακτική στοχεύει στο κενό- μα μέσω της ακόνισης του κριτηρίου της ποιότητας. Μέσω συνεχούς αυτοκριτικής, επέρχεται σταδιακά και η απαιτούμενη αυτογνωσία, βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτοπεποίθησης. Με αυτή τη σειρά, μπορεί να μην είναι πολλά, δεν είναι και λίγα όμως τα ελληνικά syrah που θα συνομιλούσαν στη γλώσσα του εμβληματικού αυτού Côte-Rôtie επί ίσοις όροις.
Ο μύθος του Côte-Rôtie / Φωτογραφία: winetaster.gr
La Mordorée 2005, η δοκιμή
Βαθύ ρουμπινί χρώμα με ελάχιστα πορτοκαλί δακτυλίδι. Στην είσοδο της μύτης, από τη μία πλευρά εφορμούν καρβονικά αρώματα βρεγμένης στάχτης, εκλεκτού δέρματος, κέδρου και ακριβού ξύλου. Από την άλλη, καθαρές ανθικές νότες από φρέσκια βιολέτα και νυχτολούλουδο. Δυνατός ευκάλυπτος, φουντούκι και θυμάρι. Η σκουρόχρωμη βελγική σοκολάτα με τα μπαχάρια, ενώνεται με το απέραντο ορυκτό βάθος, μέσα στο σκοτεινό χάος του οποίου στροβιλίζονται διάσπαρτες φυτικές αποχρώσεις που θυμίζουν άγρια σπαράγγια. Το φρούτο μαυρίζει, σαν σύκο, ώριμα πετροκέρασα και δαμάσκηνα. Στο ξηρό στόμα, μετρίου προς γεμάτου όγκου, συντονίζονται ποσοτικά τόσο η οξύτητα και το αλκοόλ, όσο και οι τανίνες, με τη διαφορά πως οι τελευταίες αυτονομούνται άκομψα. Εκτός ότι διατηρούν μια νεανικότητα ασύμβατη με τη φάση εξέλιξης, εμφανίζονται και ιδιαιτέρως ξηρές, γεγονός που θολώνει το τοπίο στον ουρανίσκο, προκαλώντας ερωτηματικά. Οι εντάσεις εδώ είναι αρκετά πιο ήπιες σε σχέση με τη μύτη, λογικό ως έναν βαθμό, με το φρούτο να κοκκινίζει περισσότερο. Αρκετά βοτανικό, με την ορυκτή διάσταση να διαχέεται, αλλά και με μια αποδιοργάνωση που απέχει αισθητά από την εικόνα της μύτης. Η μέτρια+ επίγευση, σαν κοφτός λόγος, τερματίζει απότομα την επικοινωνία, αφήνοντας τις προσδοκίες μετέωρες. Ούτε εκείνη μπορεί να αντιστρέψει την κουρασμένη εικόνα ενός πάλαι ποτέ αριστοκράτη. Quel dommage! Τιμή: €250-300 (90/100)