Πότε αλληγορική, πότε μυστηριώδης, άλλοτε πάλι ινριγκαδόρικη, η γλώσσα της γευσιγνωσίας, μας θυμίζει συχνά πως “η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.”
Τι κοινό μπορεί να έχουν η αυτόματη γραφή του Εμπειρίκου, η μουσική του Yanni, το Chateau Angelus ή ο θρυλικός espresso του Tazza d’ Oro της Ρώμης; Αν αντιδράσουμε με γρήγορα αντανακλαστικά, μάλλον θα καταλήξουμε στο εξής: απολύτως τίποτα. Και τότε, το πιθανότερο είναι να μας διαφύγει αυτό που βρίσκεται συνήθως πίσω από ένα βιαστικό συμπέρασμα. Μια αδιόρατη σχέση που ενώνει τα πράγματα κι έτσι προκύπτει το κρυφό νόημα τους. Είτε διαβάζεις λοιπόν Εμπειρίκο, είτε ακούς Yanni, είτε απολαμβάνεις Angelus ή Tazza d’ Oro, συγκινείσαι. Ιδού ένα κοινό γνώρισμα. Μετά από αυτό, αλλάζουν αμέσως οι νοεροί συσχετισμοί και διάφορες συζητήσεις μπορεί να προκύψουν αν επικοινωνήσουμε επιτυχώς.
Η γλώσσα λοιπόν, μας βοηθά να ενώνουμε σημεία διαφορετικών νοηματικών αναφορών, που διαφορετικά θα έμοιαζαν αποκομμένα και ασύνδετα, ώστε να συνεννοηθούμε. Οτιδήποτε μας ξενίζει, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει ή πως δεν οδηγεί σε κάποιο νόημα. Η καλή επικοινωνία είναι μια διαρκής πρόκληση, και προϋποθέτει υγιή αμφίδρομη σχέση μεταξύ των όσων την επιδιώκουν.
Κάθε γλώσσα είναι ένα κωδικοποιημένο σύστημα έκφρασης. Στη γλώσσα ενσωματώνεται ο πολιτισμός κάθε χρήστη αλλά και μιας εποχής. Η γλώσσα αναβαθμίζεται όταν ο πολιτισμός ακμάζει, γιατί τότε καλούμαστε να περιγράψουμε πιο σύνθετες έννοιες που επιβάλλουν οι προηγμένες συνήθειές μας, όπως είναι η δοκιμή του κρασιού. Αυτό συμβαίνει και με τη γλώσσα των δοκιμαστών του κρασιού. Δεν πρόκειται ούτε για εσκεμμένη επιτήδευση, ούτε πομπώδης ή αλαζονική έκφραση, όπως ενδεχομένως να παραγνωρίζεται ορισμένες φορές. Η ιδιαιτερότητα προκύπτει εκ των πραγμάτων, καθώς καλούμαστε να εκφράσουμε εξειδικευμένες έννοιες που διαφορετικά απλώς θα σιωπούσαμε. Η σιωπή όμως είναι κενό, αδυναμία έκφρασης και ένδειξη πολιτισμικού ελλείμματος.
φωτογραφία: winetaster.gr
Μια ιδιωματική γλώσσα
Η γλώσσα της γευσιγνωσίας είναι μια γλώσσα “τεχνική”, καθώς εκφέρεται βάσει ορολογίας. Αυτός ίσως να είναι κι ένας από τους λόγους που ενίοτε παρεξηγείται. Εν μέρει λογικό, αν λάβει κανείς υπόψιν του το γεγονός ότι γίνεται χρήση της διευρυμένα. Επίσης λογικό είναι να φαίνεται κάπως ιδιωματική, όταν για παράδειγμα αναφερθεί πως “το τάδε κρασί έχει πλούσιο σώμα”. Αυτό όμως προκαλεί σύγχυση αν ερμηνευτεί αποσπασματικά, καθώς αυτό που υπονοείται είναι πως το τάδε κρασί έχει πλούσιο σώμα, γιατί έχει αυξημένη αλκοόλη, προέρχεται από ώριμη πρώτη ύλη κι έχει υποστεί ανάλογες οινοποιητικές τεχνικές που συμβάλλουν σε αυτό. Τότε τα πράγματα αλλάζουν.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της μουσικής. Όλοι μας ακούμε μουσική, με διαφορετικές όμως προσωπικές προτιμήσεις, όπως είναι λογικό. Όλοι έχουμε επίσης δικαίωμα να διδαχθούμε μουσική αν επιθυμούμε να εμβαθύνουμε περισσότερο. Μα τι θα σκεφτόσασταν αν έπεφτε στα χέρια σας μια παρτιτούρα; Και πόσο λογικό θα ήταν άραγε, αν ένας συνθέτης δεχόταν κατηγορίες για τη μουσική που έγραψε, με κριτήριο πως δεν έγινε ευρέως αντιληπτός με τη μουσική του; Καλή μουσική δεν σημαίνει απαραίτητα πως είναι εκείνη που αρέσει σε όλους, όπως επίσης, καλό κρασί δεν είναι υποχρεωτικά εκείνο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις.
Η “γλώσσα” της γευσιγνωσίας έχει το λεξιλόγιο και τους κανόνες της. Λέξεις φορτισμένες νοηματικά όπως όλες οι λέξεις μιας ορισμένης γλώσσας. Όταν λοιπόν ειπωθεί η λέξη «οξύτητα», αντιστοιχεί σε νόημα και δεν αποτελεί γλωσσικό τρικ. Μια έννοια πολύ συγκεκριμένη και μετρήσιμη, καθώς αποτελεί τεχνικό όρο. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πως την λέξη αυτή δεν την επινόησαν οι ειδικοί, αλλά τη χρησιμοποιούν προσαρμοσμένη στις ανάγκες τους, όπως μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε που επιθυμεί να μάθει τι συμβολίζει και όπως ακριβώς ένας γιατρός χρησιμοποιεί τη λέξη «χοληστερόλη». Μπορείς να κατηγορήσεις ένα γιατρό μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί τη λέξη «χοληστερόλη»; Σίγουρα η λέξη «οξύτητα» είναι λιγότερο δυσάρεστη.